- Ἀλεξανδρεία
- Ἀλεξανδρείᾱ , Ἀλεξανδρείαfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀλεξανδρείᾳ — Ἀλεξανδρείᾱͅ , Ἀλεξανδρεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλεξάνδρεια — Αλεξάνδρεια, η και Αλεξάντρεια, η όνομα διάφορων αρχαίων και νεότερων πόλεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀλεξάνδρεια — Ἀλεξανδρεία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρεια — Sp Aleksándrija Ap Αλεξάνδρεια/Alexandreia L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Καβάφης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια 1863 – Αλεξάνδρεια 1933). Ποιητής. Ο πατέρας του, Πέτρος Ιωάννης, ήταν δραστήριος έμπορος στην Αλεξάνδρεια, όπου τότε είχε αρχίσει να ακμάζει το ελληνικό στοιχείο. Η μητέρα του, Χαρίκλεια (το γένος Γεωργάκη Φωτιάδη), ανήκε σε παλιά… … Dictionary of Greek
Ἀλεξανδρείας — Ἀλεξανδρείᾱς , Ἀλεξανδρεία fem acc pl Ἀλεξανδρείᾱς , Ἀλεξανδρεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιαλουράκης, Μανόλης — (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1921 – 1987). Λογοτέχνης και κριτικός λογοτεχνίας. Οι γονείς του ήταν κρητικής καταγωγής. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες της Αιγύπτου. Το 1966 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου… … Dictionary of Greek
Δέλτα, Πηνελόπη — (Αλεξάνδρεια 1872 – Αθήνα 1941). Πεζογράφος. Ήταν κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη. Μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια και έζησε αργότερα στη Φρανκφούρτη (1906 12). Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1909, με τα διηγήματα Για την πατρίδα,που τυπώθηκαν στο Λονδίνο … Dictionary of Greek
Αικατερίνη (αγία) — (Αλεξάνδρεια τέλη 3ου αι. – 305 ή 307 μ.Χ.). Αγία, μεγαλομάρτυρας του χριστιανισμού, η πανεύφημος νύμφη του Χριστού. Τιμάται εξίσου λαμπρά και από την Ορθόδοξη και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι το γένος της … Dictionary of Greek